Τις τελευταίες ημέρες έχει εκφραστεί δημόσια η θέση από την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας (στο εξής: Ελεγκτική Υπηρεσία) ότι το υπό εξέταση νέο σχέδιο κινήτρων προς αεροπορικές εταιρείες δεν ικανοποιεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, καθότι η ποσοστιαία συνεισφορά της διαχειρίστριας εταιρείας των αεροδρομίων (Hermes Airports) είναι μικρότερη από ότι σε προηγούμενα σχέδια κινήτρων που εφαρμόστηκαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ικανοποιείται μόνον στην περίπτωση που η συνεισφορά της διαχειρίστριας εταιρείας είναι μεγαλύτερη από την συνεισφορά της Κυβέρνησης. H Ελεγκτική Υπηρεσία παρουσιάζει επίσης, στοιχεία με τις εκτιμώμενες αποδόσεις που θα έχουν τα δύο μέρη, Κυβέρνηση και διαχειρίστρια εταιρεία, υπαινίσσοντας ότι η διαφορά που υπάρχει στην ετήσια απόδοση των μερών συνεπάγεται την μη ικανοποίηση του κριτηρίου ΦΟΑ.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηματολογηθεί ότι οι πιο πάνω θέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας βασίζονται σε κανόνες που δεν συνάδουν με τη σχετική βιβλιογραφία και νομολογία του Δικαίου των Κρατικών Ενισχύσεων.
Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το Άρθρο 107(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει τη χορήγηση ενισχύσεων υπό οποιαδήποτε μορφή σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις από τα Κράτη ή με Κρατικούς Πόρους, οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό μέσω της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.
Προκύπτει επομένως, ότι μία αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης είναι η εκχώρηση οικονομικού πλεονεκτήματος στην αποδέκτρια επιχείρηση ή επιχειρήσεις. Βάσει της σχετικής νομολογίας, οικονομικό πλεονέκτημα είναι οποιοδήποτε πλεονέκτημα λαμβάνει η αποδέκτρια επιχείρηση ως απόρροια της ενίσχυσης, το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση του Κράτους. Πρακτικά ένα μέτρο ενίσχυσης θεωρείται ότι εκχωρεί οικονομικό πλεονέκτημα όταν αντικειμενικά ενισχύει την οικονομική / χρηματοοικονομική θέση της αποδέκτριας επιχείρησης ή επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις στην ίδια ή/και σε αντίστοιχη νομική και πραγματική θέση.
Καθοριστικό ρόλο για την αξιολόγηση της προϋπόθεσης που αφορά στην εκχώρηση οικονομικού πλεονεκτήματος διαδραματίζει το Κριτήριο του Ιδιώτη Φορέα σε Οικονομία της Αγοράς (στο εξής: Κριτήριο ΦΟΑ). Το εν λόγω κριτήριο συνιστά έκφραση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των δημοσίων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και της ευρύτερης αρχής της ουδετερότητας σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας επιχείρησης.
Με το Κριτήριο ΦΟΑ εξετάζεται εκ των προτέρων (ex ante) στη βάση μιας μελλοντοστρεφούς ανάλυσης το κατά πόσον οι ενέργειες του Κράτους είναι αντίστοιχες με τις ενέργειες που θα ελάμβανε ένας ορθολογικός και συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας υπό παρόμοιες συνθήκες αγοράς εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου. Βάσει της σχετικής βιβλιογραφίας οι ενέργειες ενός ορθολογικού και συνετού επιχειρηματία της αγοράς κατευθύνονται αποκλειστικά από οικονομικής φύσεως ιδιωτικές επιδιώξεις, εν προκειμένω τη μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους (ή γενικότερα της οικονομικής απόδοσης).
Επομένως, όπως ένα ορθολογικός ιδιώτης φορέας της οικονομίας της αγοράς αξιολογεί την προσδοκώμενη απόδοση / κερδοφορία που συνεπάγονται οι υπό εξέταση ενέργειές του, έτσι και το Κράτος θα πρέπει να αξιολογεί τις δικές του ενέργειες. Βάσει της βιβλιογραφίας σχετικά με την χρηματοοικονομική ανάλυση επενδύσεων, ένας ορθολογικός φορέας της οικονομίας της αγοράς συγκρίνει την απόδοση / κέρδος (σε παρούσα αξία) που προσδοκά ότι θα έχει η ενέργειά του και το κόστος κεφαλαίου του, δηλαδή την ελάχιστη απόδοση που θα είχε από την ανάληψη ενεργειών με παρόμοιο προφίλ κινδύνου. Το τυπικό μέτρο εκτίμησης του κόστους κεφαλαίου είναι το μέσο-σταθμικό κόστος κεφαλαίου (weighted average cost of capital – WACC). Επομένως, η αξιολόγηση του κατά πόσον μία επένδυση είναι οικονομικά συμφέρουσα αξιολογείται έχοντας ως κριτήριο την μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους / οικονομικής απόδοσης.
Σημειώνεται ότι τυχόν μη οικονομικής φύσεως επιδιώξεις (π.χ. κοινωνικές ή πολιτικές) δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του Κριτηρίου ΦΟΑ, καθώς η αξιολόγηση τέτοιων επιδιώξεων θα καθιστούσε το εν λόγω κριτήριο εγγενώς μη αντικειμενικό. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο, ότι το Κράτος δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη του κατά την λήψη απόφασης αναφορικά με μία συγκεκριμένη ενέργεια πέραν των οικονομικής φύσεως επιδιώξεων και μη οικονομικής φύσεως επιδιώξεις. Εντούτοις, μη οικονομικής φύσεως επιδιώξεις δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του Κριτηρίου ΦΟΑ και κατ’ επέκταση της ικανοποίησης ή όχι της προϋπόθεσης που αφορά στην εκχώρηση οικονομικού πλεονεκτήματος.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι η διασύνδεση της αξιολόγησης του Κριτηρίου ΦΟΑ με τα ποσοστά συνεισφοράς της διαχειρίστριας εταιρείας των αεροδρομίων και του Κράτους στο νέο σχέδιο κινήτρων ή/και τα ποσοστά συμμετοχής που είχαν σε προηγούμενα σχέδια κινήτρων είναι ασυνεπής με τη σχετική βιβλιογραφία και νομολογία. Το ίδιο ισχύει και για την διασύνδεση της αξιολόγησης του Κριτηρίου ΦΟΑ με τις ενδεχόμενες διαφορές που προκύπτουν στις οικονομικές αποδόσεις των μερών από την εφαρμογή του σχεδίου κινήτρων. Ειδικότερα σε σχέση με το τελευταίο πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Κριτήριο ΦΟΑ βασίζεται σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αξιολόγησης και όχι σε κοινωνικές προτιμήσεις όπως είναι για παράδειγμα η αποστροφή στην ανισότητα (inequity aversion) που απαιτεί υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις για το κατά πόσον υπάρχει ή όχι δίκαιη συνεισφορά ή συμμετοχή στα έσοδα που προκύπτουν. Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα έσοδα του Κράτους από το Σχέδιο Κινήτρων ισοδυναμούν με καθαρό κέρδος, ενώ τα έσοδα της διαχειρίστριας εταιρείας δεν ισοδυναμούν με καθαρό κέρδος λόγω του κόστους με το οποίο επιβαρύνεται για την εξυπηρέτηση των ευεργετούμενων αεροπορικών εταιρειών και επιβατών. Επομένως, οι αναφορές που γίνονται στην ύπαρξη διαφορών στις οικονομικές αποδόσεις των μερών βασίζονται σε μη συγκρίσιμα μεγέθη.